Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Ουκ επ'αρτω μονο ζησεται ανθρωπος


―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.

1 σχόλιο: