Τί σας άρεσε τις τελευταίες 7 ημέρες

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Που δεν έχει δύναμη, ΔΕΝ έχει λόγο...

 Βασιλικιά γιορτή η Κοίμηση της Παναγίας· η μέρα που ’σφαξαν οι παραγιοί τα πρόβατα· και την ώρα που τα συγύριζαν στις σούβλες, βουλεύουνταν, παραταρία στον αυλόγυρο της μεγάλης μάντρας, οι καπετάνιοι. Επίσημη μέρα, κι είχε έρθει σήμερα, ανηφόριζε πεζός στο βουνό, να παρασταθεί στην εθνοσύναξη, κι ο παππούς.

Όλοι όλοι δεκατέσσερις. Καθένας είχε τα ιστορικά του, γραμμένα κι άγραφα, οι πιο γέροι είχαν μπει κιόλα, με τις φουφούλες, με τις κουμπούρες, με το κρητικό κεφαλομάντηλο, στο τραγούδι. Ένας αγέρας πύρινος, σαν το φωτοστέφανο που ‘χουν οι άγιοι μάρτυρες στο κονίσματα, συσήλιζε γύρω από τ’ άσπρα τους κεφάλια.

Τρεις ήταν, στη σύναξη ετούτη, οι αθάνατοι· τους είχαν θρονιάσει σε ένα μακροσκάμνι, στρωμένο με αρνοπροβιές· δεξόζερβά τους κάθονταν αραδίς, σε κοτρόνια, όχι οι πιο παρακατιανοί, παρά οι πιο νιούτσικοι, εβδομήντα χρονών και κάτω.

Στο μακροσκάμνι στη μέση, ο παππούς. Εκατό χρονών λιοντάρι, τα γένια του ποτάμιζαν και του σκέπαζαν το ανοικτό ολοδάσωτο στήθος και έκρυβαν τις δεμένες λαβωματιές που ‘χε πάρει στο Μεγάλο Σηκωμό. Οι φρυδάρες του χοντρές, αγκαθωτές, του ‘κρυβαν τα μάτια και τις ανασήκωνε με τη φούχτα του, για να μπορέσει να δει. Και στα βαθιά του γεράματα τα μάγουλά του πυροκοκκίνιζαν, και σα θύμωνε, σφυροκοπούσε το αίμα του στα μελίγγια κι οι φλέβες του δεν είχαν ακόμα ξεραθεί, κυλούσαν ασκόνταφτα και πότιζαν το εκατοχρονίτικο κορμί. κι αυτό διψομαχούσε, έπινε αχόρταγα, δεν είχε ακόμα μπουχτίσει τον κόσμο· τον άγγιζε, τον άκουγε, τον θωρούσε, τον γευόταν, τον οσμίζουνταν με την ίδια λαχτάρα σαν όντας ήταν είκοσι χρονών. Έβλεπε τους ανθρώπους, τώρα στα γεράματα, μικρούς μικρούς, σαν να περνοδιάβαιναν ανάμεσα από τα πόδια του, και τους ψυχοπονούσε και ακουμπούσε τη χέρα του απάνω στα κεφάλια τους, για να τους δώσει κουράγιο.  Δεν του άρεσε καθόλου να θωράει το αίμα του ανθρώπου να χύνεται, όμως, σαν ξεσπούσε πόλεμος, τα αίματα του θόλωναν, ξεχνούσε πως κι οι Τούρκοι είναι κι αυτοί άνθρωποι και δεν χόρταινε το χέρι του να χτυπάει.

Τον καμάρωναν οι χωριανοί, σα δρυ, και έρχουνταν και κάθιζαν κάτω από τον ίσκιο του, την Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές, στην πλατεία του χωριού. Έμοιαζε, τώρα που γέρασε, με τους παλιούς θεούς, τους αθάνατους· και όταν ήταν να γίνει γεροντοσύναξη, να βουλευτούν οι Κρητικοί για τον θάνατο κι ελευτεριά, τον έφερναν πάντα και τον θρόνιαζαν στην μέση, κι όταν ένας ένας σηκώνουνταν οι καπετάνιοι να μιλήσουν , αυτόν κοίταζαν κι έπαιρναν φόρα.

Θρόνιασαν λοιπόν και σήμερα αψηλά, καταμεσίς της σύναξης, τον παππού· δεξιά του ήρθε και θρονιάστηκε ένα άλλο θεριό, ο καπετάν Μάντακας. Κοντοσγουρογένης, χοντρολαίμης, χοντροκόκκαλος, με χαρακωμένο πρόσωπο από τις τουρκικές σπαθιές. Του ΄λειπε το ένα αυτί· του το ‘χε φαει ένας Τούρκος στα ’21…

Ζερβά του παππού στρωνιάστηκε ο καπετάν Κατσιρμάς, ο κουρσάρος. Αψηλός, ξερακιανός σαν κατάρτι καραβιού, ξουρισμένος, λιοψημένος κι αλλήθωρος. Τούτος δεν είχε την βαθιά αρχοντιά του παππού, μήτε την καμαρωτή λεβεντιά του καπετάν Μάντακα· ήταν αγριόθωρος κι αδροσύντυχος, δεν είχε εμπιστοσύνη παρά στο δυνατό άνδρα…
Ήρθαν και κάθισαν, αραδιά απάνω σε κοτρόνια, κι οι επίλοιποι έντεκα καπεταναίοι. Νιούτσικοι ετούτοι, από εβδομήντα χρονών και κάτω, λογής λογής,  άλλοι στυφοί και λιγομίλητοι, άλλοι πρόσχαροι και χωρατατζήδες, άντρες δυσκολοκίνητοι και θεόρατοι σαν δράκοι, για μικροκαμωμένοι και γοργοκίνητοι σα χαμαντράκια.  Ήταν νοικοκυραίοι στα χωριά τους, κι άλλοι βοσκοί και μύριζαν ιδρωτίλα και θυμάρι, κι ένας γούμενος από τη μονή του Αφέντη Χριστού, γαλαζομάτης και ποταμογένης, κι ένας δάσκαλος από την Έμπαρο, κουτσός, μαραγκιασμένος, δεν τον έπιανε το μάτι σου, τι ‘ναι τούτο το αποζούμι, έλεγες, τι γυρεύει το κουνελόπουλο αυτό μέσα στη σύναξη των θεριών; Μα έπρεπε να τον δεις στον πόλεμο να σαστίσει ο νους σου· έπρεπε να τον δεις στα γλέντια, να παίζει τη λύρα, και να σηκώνουνται οι πέτρες να χορεύουν! Κι όταν μιλούσε, δώσε μου, Θεέ μου, δέκα αυτιά έλεγες, να τον ακούω! Ήρθε κι ο καπετάν Πολυξίγκης, καλοκαρδισμένος, γελαστός, με τις ασημένιες πιστόλες του…

Όλοι στράφηκαν, βλεφάρισαν κατά τον πρωτόγερο· κι ο παππούς σηκώθηκε· άπλωσε τα ξερά στριμμένα μπράτσα του με τα χιονάτα φαρδιομάνικα· βαριά ακούστηκε η φωνή του μέσα στο χαλέπεδο βουνό:

- Καλώς ορίσατε, καπεταναίοι, στα βουνά μου· δυο πράγματα έχει ο Κρητικός, αυτά ‘ναι ολάκερο το βιος του – το Θεό και το τουφέκι. Στ’ όνομα του Θεού και του τουφεκιού ανοίγω σήμερα τη σύναξη ετούτη· έχουμε πάλι να μιλήσουμε για την Κρήτη· καθένας ας σηκωθεί κι ας πει την γνώμη του λεύτερα! Μα πρώτα ο άγιος γούμενος του Αφέντη Χριστού ας κάμει αγιασμό!

Είχε βάλει κιόλα το πετραχήλι του ο γούμενος, ζύγωσε σ’ ένα αρόλιθο που ’χε ακόμα νερό της βροχής, έσκυψε, ξερίζωσε μια τούφα θυμάρι για αγιαστούρα κι άρχισε να λεει τις ευχές· σηκώθηκαν οι καπεταναίοι, έβγαλαν τα φέσια τους και τα κεφαλομάντηλα, άκουγαν. Λίγα καταλάβαιναν από τις εκκλησιάς τα λόγια – Θεός, νίκας κατά βαρβάρων, δικαιοσύνη και έλεος…-  μα μήτε κι αυτά τα ‘χαν ανάγκη· έβλεπαν αυτοί ολόρθη την Κρήτη να στέκεται στο μαντρόγυρο ετουτο του καπετάν Σήφακα, μαυροφορεμένη Μάνα, ξιπόλητη, πεινασμένη, όλο αίματα, κι είχε σηκώσει τα χέρια της στον ουρανό και δέουνταν…

Έκαμαν τον σταυρό τους, κάθισαν.  Καμπόσιν ώρα κανένας δεν μπορούσε να μιλήσει· κομπιασμένος ήταν ο λαιμός, πικραμένος πολύ ο λόγος, δεν έβγαινε. Μα πάλι ο παππούς ανατράνισε πρώτος· στράφηκε δεξιά του:

- Καπετάν Μάντακα, είπε, έφαες εσύ με την κουτάλα το μπαρούτι, δύο γενεές και βάλε πάλευες στη στεριά, ο νους σου, κι αν είχε αέρα καταστάλαξε με τα γεράματα, μίλησε το λοιπόν, δώσε γνώμη.

- Ας μιλήσουν οι Νιότεροί μου, αποκρίθηκε αυτός.

Στράφηκε ο παππούς ζερβά του:

- Και του λόγου σου, καπετάν Κιτσιρμά; Δύο γενεές και βάλε πάλευες την θάλασσα, είδες κι έπαθες και του λόγου σου πολλά, κι η γνώμη σου έχει βάρος, μίλησε.

- Πράμα δεν έχω να πω, αποκρίθηκε αυτός κατσουφιασμένος· που δεν έχει δύναμη, αν δεν έχει γνώμη· ας μιλήσουν οι νιότεροί μου.

- Ας μιλήσουν το λοιπόν οι νιότεροι! Έκαμε ο παππούς και σταύρωσε τα χέρια πάνω στις πιστόλες του, ν’ ακούσει.

Ο γούμενος του Αφέντη Χριστού σηκώθηκε. Ήταν κοντός και τετράγκωνος, τα μάγουλά του, το κούτελλό του, τα ροζωμένα μπράτσα του, ο λαιμός του, ό,τι από το κορμί του φαινόταν, ήταν πετσοκομμένα από σπαθιές, κατατρυπημένα από μπάλες· στράφηκε, κάρφωσε τα μάτια του στον καπετάν Μιχάλη:

-Καπετάν Μιχάλη, είπε, θαρρώ πως στην αφεντιά σου πρώτα απ’ όλους ο λόγος· η αφεντιά σου μας κάλεσε, γλίτωσες μέσα από τη σφαγή κι ήρθες, κι ως ήρθες έκαμες κάλεσμα· τι έχεις το λοιπόν να μας πεις;

-Αδέλφια καπεταναίοι, είπε, καλά το κατέχετε, δεν μπορώ εγώ να κλώθω τα λόγια· θα μιλήσω το λοιπόν τσεκουράτα και ξερά, και να με συμπαθάτε. Σφίγγει πάλι η θελιά να πνίξει την Κρήτη. Ξεμπάρκαραν νιζάμηδες και δερβισάδες, πήραν αέρα οι Τούρκοι, έσφαξαν τ’ αδέλφια μας στο Μεγάλο Κάστρο. Δεν είμαστε αρνιά, το αίμα των σκοτωμένων βουάει, σηκωθείτε απάνω, καπεταναίοι, Ελευτεριά ή Θάνατος!

Είπε και κάθισε.

Κουνήθηκαν οι καπετανοκεφαλές, έσμιξαν συδυό, συντρεις, γρικήθηκε συγκρατηχτό, βουερό μούρμουρο. Ο γέρο-Καμπανάρος, ο βαρύς δημογέρος, σηκώθηκε, κόπηκε η βουή. Είχε γερά θέμελα μυαλού, μετρημένος, ακριβομίλητος, όταν στην σύναξη σηκόνουνταν να μιλήσει, οι ξαναμμένοι και αψόθυμοι μάζευαν τα φρύδια, κρύο νερό πάλι θα τους περεχούσε, κι οι φρόνιμοι αναγάλλιαζαν.

- Για σκότωσε τον βασιλιά για να μην τον φοβερίζεις! Φώναξε στυλοματιάζοντας αυστηρά τον καπετάν Μιχάλη. Πότε θα βάλουμε, για όνομα του Θεού, γνώση; Πόσες φορές δεν νικήσαμε τις φοβέρες, μα δεν είχαμε ανάκαρα, να πάμε παραπέρα, να πετάξουμε τον Σουλτάνο όξω από την Κρήτη, στο ανάθεμα – και να τα χάλια μας! δέντρα κι αμπέλια κι άνθρωποι ξεπατώνουνται κάθε που θα μας καπνίσει, και παίρνουμε, εμείς οι καπεταναίοι, χιλιάδες ψυχές στο λαιμό μας! και τώρα, τι σκοπούς ξετρέχεις καπετάν Μιχάλη; Να αιματοκυλήσουμε πάλι την Κρήτη; Είσαι μυαλομένος άντρας, και για να το λές, πάει να πει πως έφερες κιόλας καραβιές τα τουφέκια και τα μπαρουτόβολα και τ’ αλεύρια και τα πετσιά και τ’ αλόγατα· καικάμποσα κανόνια να πατήσουμε τα κάστρα. Πάει να πει πως συνεννοήθηκες με τον Έλληνα και με το Μόσκοβο κι όλοι, μονοκοπανιάς, θα χυθούμε του Σουλτάνου. Σίγουρα πράματα! Πες μας το λοιπόν κι εμάς το μυστικό, καπετάν Μιχάλη, ν’ αναγαλιάσει η καρδιά μας!

Όλοι στράφηκαν κατά τον καπετάν Μιχάλη, μα αυτός δεν σηκώνουνταν να δώσει απόκριση· είχε βάλει μέσα στο στόμα του τα μουστάκια του και τα δάγκανε.  Ποιό μυστικό φαφλατίζει ο γέρος ετούτος; Δεν είχε μυστικό· δεν τον έπεμπε μαντατοφόρο ο Μόσκοβος μήτε ο Έλληνας, ήρθε από δικού του, τον έπεψε η Κρήτη, που κάθεται μέσα του και φωνάζει κι οδύρεται.

Μα ο δάσκαλος τότε, με το γαϊτανένιο κάτασπρο μουστάκι, ο κοντός, ο χλωμός, ο λειψανάβατος, πήδηξε απάνω στο κοτρόνι όπου κάθουνταν και κίνησε το γλωσσαράκι του ροδάνι:

- Σίγουρα πράματα θέλει ο γερο-Καμπανάρος, για να κινήσει – καράβια τις θροφές και τ’ άρματα, και να κατεβάσει κι ο Μόσκοβος τ’ ασκέρια του, να μπει στα αίματα κι η κακομοίρα η Μάνα με τους τρεις φουστανελάδες της! Μα πότε γέρο-Καμπανάρο, γίνηκε ένα μεγάλο πράμα στον κόσμο με τέτοια σιγουράδα; Πότε η φρονιμάδα ξεσήκωσε τους ανθρώπους να παρατήσουν τα σπίτια τους και το χουζούρι τους και να πιάσουν τα βουνά, να ζητούν ελευτερία; Μα αυτό θα πει παλληκαριά: να κινάς και να μην είσαι σίγουρος. Δεν είναι έμπορος, καπετάν Καμπανάρο η ψυχή του ανθρώπου, είναι πολεμιστής· πολεμιστές είμαστε οι Κρητικοί και όχι πραματευτάδες. Ένα μπουρλότο είναι η καρδιά του Κρητικού και χιμάει και τρακάρει με την αρμάδα του Σουλτάνου και την τινάζει στον αγέρα!

-Εμπρός το λοιπόν, στ’ όνομα του Θεού, φωνάζω κι εγώ με τον καπετάν Μιχάλη, στ’ άρματα, αδέρφια! – Αυτό είχα να πω, καπεταναίοι, κι ο που ΄χει αυτιά ν’ ακούσει ας τ’ ακούσει!

-Έχε την ευκή μου, δάσκαλε, μουρμούρισε ο γούμενος και σήκωσε κατά το δάσκαλο το δεξί του χέρι, σα να τον βλογούσε· έχε την ευκή μου! του ‘πε δυνατά, να τον ακούσουν όλοι· δεν κρατάει ζυγαριά η ψυχή του ανθρώπου, όχι δεν κρατάει ζυγαριά, κρατάει σπαθί, έχεις δίκαιο!

-«Καλύτερα μιας ώρας ελεύτερη ζωή – παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!» πέταξε τον λόγο του κι ο καπετάν Τριαλώνης από τη Γεράπετρα.

Ήταν ένα αγριομούστακο χαμαντράκι που ‘χε ξεσκολίσει και καλούτσικα γράμματα είχε φτάσει ως το Οχτωήχι και κάτεχε ξεστήθου το Ρήγα Φερραίο και τη φυλλάδα του Αγαθάγγελου· και στην αντριγιά δεν είχε το ταίρι του.Άλλοι έλεγαν πως χυμούσε με τόση αποκοτιά στ’ ασκέρια της Τουρκίας, γιατί ‘ταν γιος καλικάντζαρου και δεν τον έπιανε μπάλα· δεν φαβόταν θάνατο, γιατί κρατούσε τίμιο ξύλο· μα μερικοί ψυχανεμίζουνταν πως το τίμιο ξύλο ήταν η καρδιά του.

Ο γέρο-Καμπανάρος κούνησε τη γεμάτη γνώση κεφάλα του:

- Το μπουζούκι του Ρήγα Φερραίου, μουρμούρισε, θα μας φάει!

Είχαν τώρα ξεσηκωθεί οι καπεταναίοι, αναστατωμένοι από τα λόγια και τ’ αντίλογα, κουβέντιαζαν και λογομαχούσαν, συδυό, συντρείς, συμπέντε, λίγοι ήταν οι φρόνιμοι, περίσσευαν οι παλικαράδες,  αποφασισμένοι να τα παίξουν πάλι όλα για όλα. Ο καπετάν Κατσιρμάς, με τ’ αλλήθωρα, πονηροέργωτα μάτια του λοξοτηρούσε όλο ετούτο το καπετανομάνι που τρικύμιζε μέσα στην αυλόμαντρα και βουιζε σαν την θάλασσα. Ο καπετάν Μάντακας αναθίβανε τα νιάτα του κι αναστέναζε: «Έ μωρέ κρατούν κοντύλι ετούτοι και χαρτί και λογαριάζουν! Εμείς στον καιρό μας σέρναμε μια φωνή: Ελευτεριά ή Θάνατος! Και το μυαλό μας σάλευε και πέφταμε απάνω στα μπεντένιατου Κάστρου, να τα ρίξουμε. Χάλασε ο άνθρωπος, μίκρανε, καπετάν Σήφακα!» μα ο παππούς κοίταζε σπλαχνικά τους νιότερους γύρα του να στρουφογυρίζουν και χαμογελούσε: «Όλα καλά, συλλογίζουνταν, έχω εμπιστοσύνη… Κατεβαίνουν στα χώματα οι γέροι, ανεβαίνουν πάλι από τα χώματα, ξανακαινουργουμένοι, αθάνατη είναι η Κρήτη…» Σηκώθηκε:

- Ε παιδιά, φώναξε, σύναξη είναι ετούτη γεροντική, δεν είναι χάβρα, καθίστε να φτάσουμε σ’ ένα τέλος! Ο καπετάν Καμπανάρος από τη μια μεριά, ο καπετάν δάσκαλος από την άλλη, δύο δρόμοι· συναντηθήκαμε σ’ ετούτα τα βουνά για να διαλέξουμε· διαλέχτε!
Ο καπετάν Πολυξίγκης σηκώθηκε· έστριψε το ξανθό του μοσκομυρισμένο μουστάκι, έσκυψε το κεφάλι, χαιρέτησε τους τρεις γερόντους·

- Αδέρφια, καπετάνιοι, είπε, κεφαλές της Ανατολικής Κρήτης, όποιος σηκώνεται να μιλήσει μπροστά σας έχει χρέος να κρατάει ψιλή ζυγαριά, να ζυγιάζει τα λόγια του. ζύγιασα τα λόγια μου, καπετάνιοι, ακούστε με: Αν περιμένουμε, καπετάν Καμπανάρο, ν’ αράξουν οι καραβιές που θες και να κουνήσει τα στραβοπόδαρά της η αρκούδα να κατέβει από το βορρά για το χατίρι μας, ποτέ δεν θα λευτερωθούμε.  Και μήτε και θα’ μαστε, ο Θεός να με σχωρέσει, άξιοι να λευτερωθούμε. Από όσα κατάλαβα στα λίγα χρόνια που ζω και ζώνουμαι, δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω· είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια την λευτεριά, είναι σκλάβος. Φωτιά, το λοιπόν, στα χωριά, τσεκούρι στα δέντρα, ξεπάτωμα, κλάματα και αίματα,  και να πέσουμε κάτω τσακισμένοι, και πάλι να σηκωθούμε, να ξαναρχίσει το πάλεμα και το θρήνο η Κρήτη. Εκατό, διακόσια, τριακόσια χρόνια, δε κατέχω· μα μια μέρα – άλλος δρόμος δεν υπάρχει, και μην ακούτε τους καπετάν-Καμπανάρους- μια μέρα, ναι, μα τον αφέντη ήλιο που αλέθει από πάνω μας, μια μέρα θα δούμε ελευτεριά!

Είχε βγάλει το φέσι του ο καπετάν Πολυξίγκης και το ξανθό κεφάλι μέσα στον ήλιο άχνιζε. Πολλοί καπεταναίοι άναψαν, έσυραν φωνή μεγάλη: «Ελευτεριά ή Θάνατος!» και πετάχτηκαν απάνω.

Μια ώρα ακόμα βάσταξε η συντυχιά· τα ‘βαλαν όλα κάτω, που και πως και ποιοι να σμίξουν, να πιάσουν τα περάσματα, να μπλοκάρουν τα Τουρκοχώρια, να ταμπουρωθούν στ’ αψηλά μοναστήρια.

Τους έφεραν κρασί, έσταξαν στη γης, πήραν κι έδωκαν όρκους. Οι τρεις πρωτόγεροι σηκώθηκαν από το μακροσκάμνι τους· ο ήλιος ήθελε ένα κοντάρι να βασιλέψει, πήρε τέλος η συντυχιά.

Σταυροφιλήθηκαν οι καπεταναίοι λοιπόν και χώρισαν.